Η σημασία των πρώιμων εμπειριών της ζωής στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου έχει τονιστεί από διάφορα θεωρητικά ρεύματα της ψυχολογίας. Κυρίως δίνεται έμφαση στις πρώιμες εμπειρίες της ζωής του ανθρώπου, στην αλληλεπίδρασή του με τα σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντός του και ιδίως με το πρόσωπο που τον φροντίζει στην αρχή της ζωής του, που είναι συνήθως η μητέρα του ή ο φροντιστής του. Η αρχική σχέση μητέρας/φροντιστή και βρέφους συντελεί στην απαρτίωση της εικόνας εαυτού καθώς και στη διαμόρφωση του τρόπου που ο κάθε άνθρωπος μαθαίνει να σχετίζεται με τους άλλους ανθρώπους.

 

Σήμερα, τα ευρήματα της σύγχρονης έρευνας στο πεδίο των νευροεπιστημών τονίζουν τη σημασία που έχουν για την ανάπτυξη του παιδιού οι πρώιμες εμπειρίες της ζωής και ιδίως η σχέση με τη μητέρα. Νευροφυσιολόγοι έχουν αποδείξει, χωρίς αμφιβολία, ότι τα πρώιμα παιδικά βιώματα και εμπειρίες  επηρεάζουν την δομή των νευρικών κυττάρων και νευροϋποδοχέων του εγκεφάλου με συνέπεια τη συμμετοχή τους στη διαμόρφωση ψυχικών χαρακτηριστικών, δυνατοτήτων και γενικότερα της προσωπικότητας του ατόμου.

 

Μάλιστα αυτή η καθοριστική σχέση ξεκινά πριν από την γέννηση, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, όπου η αντίληψη του γονιού για τον κόσμο μεταδίδεται «χημικά» στο έμβρυο μέσω του πλακούντα. Παρά το γεγονός ότι το αναπτυσσόμενο παιδί δεν καταλαβαίνει τα γεγονότα που προκαλούν την αισθηματική αντίδραση της μητέρας, συνειδητοποιεί τις σωματικές αντιδράσεις και «εντυπώσεις» του συναισθήματος. Με αυτό τον τρόπο, το έμβρυο υιοθετεί «χημικά», από τη μήτρα ακόμα, τις γονεϊκές αντιλήψεις και η συμπεριφορά του προγραμματίζεται σύμφωνα με αυτές.

 

Καθώς το παιδί αναπτύσσεται δεν εσωτερικεύει απλώς τα αντικείμενα ή τα πρόσωπα του περιβάλλοντός του, αλλά τις σχέσεις ολόκληρες. Τα βιώματα εσωτερικεύονται ως σύνολα, που περιλαμβάνουν μια αναπαράσταση του εαυτού, μια αναπαράσταση του αντικειμένου και ένα συναίσθημα που συνδέει και τα δύο. Η εσωτερίκευση της μητέρας από το βρέφος (ενδοβολή) αρχίζει με τις σωματικές αισθήσεις που προκαλούνται στο βρέφος όταν δέχεται τη μητρική φροντίδα (χάδι, φιλί, βλεμματική επαφή, κ.λ.π.), αλλά αποκτά νόημα όταν το βρέφος διαχωρίσει τον εσωτερικό κόσμο από τον εξωτερικό. Προοδευτικά οι μεμονωμένες νοητικές αναπαραστάσεις της μητέρας συνενώνονται και σχηματίζουν μια ενιαία νοητική αναπαράσταση.

 

Το παιδί καθώς εξελίσσεται, δέχεται ερεθίσματα με τις αισθήσεις του σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό και με όλο και μεγαλύτερη αντιληπτική ικανότητα και ευκρίνεια τόσο από το εξωτερικό του περιβάλλον (αντικείμενα, άνθρωποι και οι σχέσεις που αναπτύσσει μαζί τους) όσο και από το ίδιο του το σώμα (αναπτύσσει προοδευτικά την ικανότητα να στέκεται, να περπατά, να τρέχει και να αντιλαμβάνεται την θέση του σώματος και των μελών του στο χώρο (κιναισθησία). Παράλληλα κάθε παιδί έχει κάποιες συναισθηματικές ανάγκες και ο τρόπος με τον οποίο αυτές θα καλυφθούν καθορίζει σε σημαντικό βαθμό στοιχεία της προσωπικότητας αλλά και πεποιθήσεις για τον κόσμο και τις σχέσεις.

 

Τα 2 με 3 πρώτα χρόνια της ζωής είναι εξαιρετικά σημαντικά για την ανάπτυξη του παιδιού και σε μεγάλο βαθμό καθοριστικά για την εξέλιξη της υπόλοιπης ζωής του. Σε αυτό το διάστημα αναπτύσσεται ταχύτατα ο εγκέφαλος και η κοινωνικότητά του και μπαίνουν οι βάσεις για την μετέπειτα ωρίμανση και τις σχέσεις του. Το παιδί δεν έρχεται στον κόσμο σαν ένα «λευκό φύλλο χαρτί». Πέρα από το όποιο γονιδιακό υλικό, φέρει βιώματα και εμπειρίες από τη ζωή στη μήτρα. Τους τελευταίους μήνες, μάλιστα, είναι σε θέση να αντιδρά διαφοροποιημένα στις συναισθηματικές επιδράσεις  της μητέρας του με τη διαμόρφωση ενός «πρώιμου ΕΓΩ». Το παιδί στη γέννα διαθέτει ήδη κάποια στοιχεία προσωπικότητας αλλά η ανάπτυξη του εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εμπειρίες που θα έχει το παιδί στη σχέση του με τους γονείς ή τους φροντιστές του, γιατί το ίδιο σε αυτή τη φάση της εξέλιξής του είναι ανήμπορο και απολύτως εξαρτημένο από την φροντίδα που του παρέχεται.

 

            Στον πρώτο χρόνο της ζωής ενός παιδιού κρίνεται η εμπιστοσύνη του ατόμου προς τον κόσμο και τους ανθρώπους. Αν το βρέφος νιώσει ότι οι ανάγκες του ικανοποιούνται μόλις προκύψουν και ότι οι γονείς του τού εξασφαλίζουν άφθονη αγάπη και περιποίηση, αναπτύσσει το συναίσθημα της βασικής εμπιστοσύνης, της ασφάλειαςκαι της αισιοδοξίας. Αν όμως το βρέφος νιώθει ότι το παραμελούν, αναπτύσσει το συναίσθημα της δυσπιστίας προς τους άλλους, της καχυποψίας και της ανασφάλειας. Πολλές μελέτες τονίζουν την σημασία των πρώτων ετών στην ανάπτυξη βασικών πεποιθήσεων ότι ο κόσμος είναι αξιόπιστος και ότι κάθε άτομο έχει το δικαίωμα να είναι εδώ. Σε αυτό το στάδιο, αναπτύσσετα η αρετή της ελπίδας, αλλιώς θα μπορούσαμε να πούμε ότι ίσως η τάση για αισιοδοξία ή απαισιοδοξία στη ζωή στηρίζεται σε αυτό το στάδιο.

 

            Στο δεύτερο με τρίτο έτος της ζωής του, το παιδί αρχίζει να αποκτά την ικανότητα για συντονισμένη σωματική κίνηση και διανοητική λειτουργία. Αν το παιδί νιώθει ότι οι γονείς του και τα γύρω του πρόσωπα αναγνωρίζουν την ανάγκη να ενεργεί με το δικό του τρόπο και με το δικό του ρυθμό, αναπτύσσει το αίσθημα ότι ασκεί έλεγχο επάνω στον εαυτό του και στο περιβάλλον, ότι έχει αποκτήσει αυτονομία. Αν όμως το παιδί νιώθει ότι οι γονείς του δείχνουν υπερπροστατευτική διάθεση και δεν το αφήνουν να αυτενεργεί, αναπτύσσει το συναίσθημα της ντροπής και της αμφιβολίας. Σε αυτήν την περίοδο το παιδί χτίζει την αρετή της θέλησης, την αίσθηση δηλαδή ότι η θέλησή του έχει αξία και ότι μπορεί εάν θέλει να καταφέρει το ο,τιδήποτε, σε αντίθεση με τη φοβία να θελήσει κάτι, μήπως και αυτό γίνει αιτία απόρριψης ή την ολοκληρωτική μη αναγνώριση των επιθυμιών του.

 

Ανάλογα με τα συναισθήματα που συνόδευαν τις εμπειρίες αλληλεπίδρασης με τους γονείς, οι οποίες περιστρέφονται κυρίως στην προσπάθεια ικανοποίησης των αναγκών του, το παιδί δίνει θετικό, αρνητικό ή ανάμεικτο νόημα στο κάθε αντικείμενο, στην κάθε εμπειρία, στο κάθε πλαίσιο, στην κάθε σχέση και στο κάθε περιβάλλον. Αν οι ανάγκες του παιδιού δεν ικανοποιούνται ικανοποιητικά τα συναισθήματα που συνδέονται με τις εμπειρίες έχουν αρνητικό πρόσημο και έτσι αναπτύσσονται ανθυγιεινά σχήματα, τα οποία οδηγούν σε δυσλειτουργικά μοτίβα συμπεριφοράς. Ταπρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα είναι μοτίβα ή συμπεριφορές που τείνουμε να επαναλαμβάνουμε στη διάρκεια της ζωής μας.

 

Πρώιμα δυσλειτουργικά σχήματα (δες σχετικό ερωτηματολόγιο σχημάτων)

 

Έχουν παρατηρηθεί 18 σχήματα που περιλαμβάνουν:

 

    • Τιμωρητικότητα: η ιδέα ότι τα άτομα είναι ανάγκη να τιμωρούνται όταν κάνουν λάθη.
    • Καχυποψία: την αντίληψη ότι θα πληγωθείτε από τους άλλους ή θα σας χειραγωγήσουν.
    • Αποτυχία: η πεποίθηση ότι θα αποτύχετε σε ότι και αν κάνετε.
    • Αυτονόητο δικαίωμα: η πεποίθηση ότι έχετε ειδικά προνόμια.
    • Ανεπαρκής αυτοέλεγχος: δεν έχετε αυτοέλεγχο και καταφεύγετε σε καθυστερήσεις και αναβλητικότητα.
    • Αναζήτηση επιδοκιμασίας: πάντα προσπαθείτε να κερδίσετε την επιβεβαίωση ή την προσοχή των άλλων.
    • Υποτακτικότητα: προσπαθείτε να ελέγχετε τους άλλους ώστε να αποφύγετε τις διαφωνίες.
    • Αυτοθυσία: θυσιάζετε τις δικές σας ανάγκες ώστε να ικανοποιήσετε τις ανάγκες των άλλων.
    • Ευαλωτότητα σε ασθένειες: αδικαιολόγητος φόβος ότι μπορεί να αρρωστήσετε οποιαδήποτε στιγμή.
    • Ντροπή: η ιδέα ότι δεν είστε επιθυμητοί ή σημαντικοί για τους άλλους.
    • Υπερεμπλοκή/ανεκπλήρωτος εαυτός: υπερβολική και ανθυγιεινής συναισθηματική ανάμιξη με άλλα άτομα.
    • Εξάρτηση: η ιδέα ότι δεν μπορείτε να ικανοποιήσετε τις καθημερινές υποχρεώσεις και τις ανάγκες χωρίς την βοήθεια άλλων.
    • Κοινωνική απομόνωση: έλλειψη της αίσθησης ότι ανήκετε σε μια ομάδα ανθρώπων.
    • Εγκατάλειψη: έλλειψη συναισθηματικής υποστήριξης και σύνδεσης με τους ανθρώπους γύρω σας.
    • Συναισθηματική στέρηση: το επιθυμητό επίπεδο συναισθηματικής υποστήριξης δεν μπορεί να επιτευχθεί από τους άλλους.
    • Αρνητικότητα και απαισιοδοξία: υπερβολική ενασχόληση με τις αρνητικές πτυχές της ζωής.
    • Συναισθηματική αναστολή: η αδυναμία να δείξετε τα συναισθήματά σας και να επικοινωνήσετε με ήρεμο και φυσιολογικό τρόπο.
    • Ανελαστικά πρότυπα: η ιδέα ότι πρέπει να έχετε υψηλούς στόχους για να αποφύγετε την κριτική των άλλων.

 

Για να μπορεί το νεογνό να εξελιχθεί σε ένα παιδί, έφηβο και ενήλικα που έχει μια αίσθηση πληρότητας και συνοχής στον εσωτερικό του κόσμο είναι πολύ σημαντικό οι γονείς / φροντιστές του να το βοηθήσουν: α) να ολοκληρώνει την σχέση μεταξύ των αναμνήσεων που έχει από τόσο την έκδηλη όσο και από την υπολανθάνουσα μνήμη του και β) να αναπτύξει μια σχέση ασφαλούς προσκόλλησης μαζί τους.

 

Οι επαναλαμβανόμενες θετικές εμπειρίες κατάλληλης, ευαίσθητης και συντονισμένης επικοινωνίας μεταξύ γονιού και παιδιού οδηγούν στο να αναπτύξει το παιδί μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και κατανόησης με τον γονιό, μια σχέση ασφαλούς προσκόλλησης που θα δώσει στο παιδί την αίσθηση ότι ζει σε ένα ασφαλές περιβάλλον και την αίσθηση ότι όταν το χρειάζεται μπορεί το ίδιο να επηρεάσει το περιβάλλον του ώστε οι ανάγκες του να μπορούν να ικανοποιηθούν. Έτσι το παιδί θα σχηματίσει μέσω της υπολανθάνουσας μνήμης του θετικά μοντέλα και αντιλήψεις για τον εαυτό του, για τις σχέσεις του με τους σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του και για τον κόσμο.

 

Θανάσης Σκρίμπας (ΜΒΑ)

Life coach & Mindfulness instructor, Συνθετική ψυχοθεραπεία

Πηγές

Psycologynow.gr

error: Content is protected !!